- ψηγματοσυλλέκτης
- ο, Ν1. συλλέκτης ψηγμάτων2. όργανο με το οποίο συγκεντρώνονται ψήγματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήγμα, -ατος + συλλέκτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηγματολόγος — ο, Ν ψηγματοσυλλέκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήγμα, ατος + λόγος*] … Dictionary of Greek